διεγέρτης

διεγέρτης
ο (θηλ. διεγέρτρια και διεγέρτις, η)
1. αυτός που προκαλεί διέγερση
2. το θηλ. ως ουσ. η διεγέρτρια
βοηθητική ηλεκτρογεννήτρια εναλλασσόμενου ρεύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διεγείρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”